- γλυφεῖα
- γλύφανοςtool for carvingneut nom/voc/acc plγλυφεῖονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπέας — ο (Α κοπεύς, έως) [κοπή] 1. αυτός που κόβει κάτι 2. αιχμηρό όργανο με το οποίο κόβονται ξύλα, μέταλλα, πέτρες κ.λπ., κοπίδι αρχ. 1. ξυλουργός 2. ελαιοτρίβης 3. η σμίλη τού λιθοξόου, το γλύφανο τού γλύπτη («καὶ μοχλία καὶ γλυφεῑα καὶ κοπέας»,… … Dictionary of Greek